μοσχοφάγος

μοσχοφάγος
μοσχο-φάγος [ᾰ], ον,
A eating calves, Διόνυσος Sch.Ar.Ra.360; οἱ M., name of a tribe, Peripl.M. Rubr.2,3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοσχοφάγος — μοσχοφάγος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει μοσχαρήσιο κρέας 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ Μοσχοφάγοι ονομασία φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ., ἔ φαγ ον, αόρ. β τού εσθίω), πρβλ. ιππο φάγος, καπρο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοφάγου — μοσχοφάγος eating calves masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοφάγους — μοσχοφάγος eating calves masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοφάγων — μοσχοφάγος eating calves masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • δαφνηφάγος — δαφνηφάγος, ον (Α) αυτός που έφαγε φύλλα δάφνης, ο εμπνευσμένος από τον Απόλλωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β τού εσθίω (πρβλ. αρτοφάγος, ιχθυοφάγος, μοσχοφάγος)] …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”